Η κότα το αυγό και η τοξικότητα στην πολιτική ζωή

Η πρόσφατη ενοχλημένη επισήμανση του πρωθυπουργού — στη δεξίωση του Προεδρικού Μεγάρου — ότι «είναι πολύ δύσκολο να προσποιούμαστε ότι συναντιόμαστε χαλαρά με συνομιλητές που μας κατηγορούν με χυδαίους χαρακτηρισμούς», επαναφέρει στο προσκήνιο την παλιά και διαρκώς ανακυκλούμενη συζήτηση περί τοξικότητας στην πολιτική ζωή. Παλιά, διότι δεν είναι η πρώτη φορά που απασχολεί τη δημόσια σφαίρα.
Ανακυκλούμενη, επειδή εμφανίζεται περιοδικά, σε διαφορετικές χρονικές συγκυρίες, με διαφορετικούς πρωταγωνιστές αλλά συχνά με παρόμοιο υπόβαθρο: την κλιμάκωση της αντιπαράθεσης. Είναι σχεδόν νομοτελειακό η ένταση να ανεβαίνει σε προεκλογικές περιόδους ή όταν πλησιάζουν εκλογικά ορόσημα. Όμως, ο βαθμός της όξυνσης εξαρτάται και από τη στρατηγική, τη φυσιογνωμία των πολιτικών κομμάτων και τους αρχηγούς τους. Άλλο ήταν το στυλ του Κυριάκου Μητσοτάκη και του Αλέξη Τσίπρα στις παλιότερες μετωπικές τους συγκρούσεις, που συχνά μετέτρεπαν το Κοινοβούλιο σε... «αρένα» λαϊκισμού, αλληλοκατηγοριών και — όχι σπάνια — ύβρεων και συκοφαντιών.
Άλλος είναι ο τρόπος του Νίκου Ανδρουλάκη, ο οποίος κάνει ολοένα πιο μαχητική αντιπολίτευση, επιλέγοντας ωστόσο να αποφεύγει τις λεκτικές κορώνες και τις σκόπιμες εξάρσεις εναντίον των αντιπάλων του. Δεν χρειάζεται να ανατρέξει κανείς βαθιά στην πολιτική ιστορία για να βρει ουκ ολίγα παραδείγματα ακραίας όξυνσης. Μια αναδρομή στην τελευταία ταραγμένη δεκαπενταετία — πριν αλλά και μετά τα μνημόνια — αρκεί για να διαπιστώσει ακόμη και ο πιο δύσπιστος ότι πολιτική αντιπαράθεση χωρίς αιχμηρό λόγο, σκληρές επιθέσεις και, δυστυχώς, προσωπικούς χαρακτηρισμούς, είναι σχεδόν ανέφικτη. Γιατί συμβαίνει αυτό; Διότι χωρίς το στοιχείο της σύγκρουσης, οι έτσι κι αλλιώς περιορισμένες κοινωνικές μάζες δύσκολα συγκινούνται ή κινητοποιούνται.
Αντιτείνει όμως κανείς — και δικαίως — ότι οι μη κομματικοποιημένοι πολίτες, όσοι δηλαδή δεν συμμετέχουν ενεργά στην πολιτική διαδικασία, απεχθάνονται τις τυφλές και άγονες συγκρούσεις. Κάτι που επιβεβαιώνεται σχεδόν από κάθε δημοσκοπική αποτύπωση. Ο λαός μας, λέει ότι «μονός καβγάς δεν γίνεται», αλλά -θα συμπλήρωνα- ούτε όλοι οι «καβγάδες» είναι ίδιοι. Υπάρχουν εντάσεις που κατασκευάζονται για λόγους αποπροσανατολισμού, άλλες που εργαλειοποιούνται συνειδητά, και κάποιες που αναδύονται αυθόρμητα επειδή υπάρχει πραγματική πολιτική ύλη και άρα αποτελούν μέρος της πεμπτουσίας της πολιτικής διαδικασίας.
Επιστρέφοντας στη ρητορική του Κυριάκου Μητσοτάκη για την τοξικότητα, κάτι που επανέλαβε και στην επίσκεψή του στη Σκιάθο, υποστηρίζοντας πως η κυβέρνηση κλείνει τα αφτιά στις φωνές της πόλωσης. Το κρίσιμο εδώ είναι να διερευνηθεί η ουσία: αν όντως υπάρχει κλίμα τοξικότητας και, κυρίως, αν αυτό μπορεί να αιτιολογηθεί από τα γεγονότα. Τις τελευταίες εβδομάδες, είναι γεγονός ότι λόγω της υπόθεσης του ΟΠΕΚΕΠΕ, η πολιτική ατμόσφαιρα μυρίζει «μπαρούτι».
Πράγματι, έχουν εκτοξευθεί βαριές κατηγορίες και σκληρές εκφράσεις.
Όμως, αυτές δεν εκτοξεύονται εν κενώ.
Το έδαφος πάνω στο οποίο ανταλλάσσονται τα πολιτικά βέλη είναι η δικογραφία της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας, η οποία, περιγράφοντας τη δράση του κυκλώματος με τις παράνομες αγροτικές επιδοτήσεις, κάνει λόγο για συγκροτημένη εγκληματική οργάνωση. Άρα, όσοι αναπαράγουν αυτή τη φρασεολογία ή χρησιμοποιούν παρόμοια ρητορική — έστω καθ’ υπερβολή — (είναι και αυτό ένα στοιχείο του πολιτικού παιχνιδιού) δεν το κάνουν ατεκμηρίωτα. Συν τοις άλλοις, το «οπλοστάσιό» τους ενισχύεται από το ότι η κυβέρνηση επιλέγει την αποφυγή ουσιαστικής διερεύνησης των ποινικών ευθυνών των πολιτικών προσώπων, προτιμώντας την εξεταστική επιτροπή από το 1998, μια συζήτηση φιλολογικού χαρακτήρα, που θα είχε νόημα μόνο εφόσον συνοδευόταν και από τη σύσταση προανακριτικής επιτροπής. Ας είμαστε ειλικρινείς: Αντιπαράθεση σίγουρα θα υπήρχε όποια κι αν ήταν η κυβερνητική απόφαση.
Όμως, κάποιες ακραίες εκφράσεις πιθανόν να είχαν αποφευχθεί, αν η γαλάζια πλειοψηφία είχε κινηθεί με μεγαλύτερη γενναιότητα και θεσμική προσήλωση. Από την άλλη πλευρά, δεν μπορεί η άσκηση κριτικής από την αντιπολίτευση — είτε σε υψηλούς είτε σε ηπιότερους τόνους — να βαφτίζεται σχεδόν πάντα ως τοξικότητα. Θα έλεγε κανείς ότι αυτού του είδους οι αναζητήσεις θυμίζουν το ρητορικό ερώτημα: «Η κότα έκανε το αυγό ή το αυγό την κότα;»
Σε κάθε περίπτωση, η δημοκρατία δεν φοβάται τις συγκρούσεις, αρκεί να υπηρετούν την ουσία και την αλήθεια και όχι την πόλωση και τις μεθοδεύσεις προς εξυπηρέτηση εσωκομματικών ή ενδοκυβερνητικών ισορροπιών. Η ευθύνη βαραίνει τόσο αυτούς που κυβερνούν όσο και εκείνους που αντιπολιτεύονται: να κρατήσουν τον τόνο υψηλό, αλλά το επίπεδο ακόμη υψηλότερο. Γιατί η πολιτική, όταν εκτρέπεται σε θεαματική κοκορομαχία για τις εντυπώσεις και την υπεκφυγή, παύει να είναι πολιτική και γίνεται φθηνό τηλεοπτικό θέαμα που υπνωτίζει ή εξοργίζει την κοινωνία.